- μελικηρίδιο
- και μελιτοκηρίδιο, το [μελικήριον]μικρό ξύλινο τετράγωνο πλαίσιο με φύλλο τεχνητής κηρήθρας, που τοποθετείται μέσα στην κυψέλη και το οποίο γεμίζει από το μέλι που παράγουν οι μέλισσες.[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι, -ιτος + κηρίδιο (< κηρίον)].
Dictionary of Greek. 2013.